στεφανωτής

στεφανωτής
ο, ΝΑ [στεφανῶ, -ώνω]
αυτός που στεφανώνει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στεφανωτής — one who crowns masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτικός — ή, ό / στεφανωτικός, ή, όν, ΝΑ [στεφανωτής] το ουδ. ως ουσ. το στεφανωτικό(ν) χρήματα που έχουν οριστεί με διαθήκη για το στεφάνωμα τάφου νεοελλ. 1. το θηλ. ως ουσ. η στεφανωτική η νόμιμη σύζυγος, η παντρεμένη με στεφάνι, στεφανωμένη 2. το ουδ.… …   Dictionary of Greek

  • ταινιωτής — ὁ, Μ [ταινιῶ] αυτός που στεφανώνει, στεφανωτής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”